- εὐθυμεῖ
- εὐθῡμεῖ , εὐθυμέωto be of good cheerpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐθῡμεῖ , εὐθυμέωto be of good cheerpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐθύμει — εὐθύ̱μει , εὐθυμέω to be of good cheer pres imperat act 2nd sg (attic epic) εὐθύ̱μει , εὐθυμέω to be of good cheer imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… … Dictionary of Greek